Έψαξα τις τσέπες μου. Ογδόντα ευρώ συν κάτι κέρματα. Κι ένα εισιτήριο επιστροφής για Θεσσαλονίκη. Μεγάλη αστοχασιά…τι το ήθελα το μετ’ επιστροφής από το Άμστερνταμ; Θα μπορούσε να είχα ένα κατοσταρικάκι ακόμη. Στο Άμστερνταμ το κατοστάρικο πιάνει τόπο. Είτε το ακουμπήσεις στο ροζ δρόμο για λίγα λεπτά χύμα , καθαρής ηδονής είτε το καπνίσεις στην διπλανή γειτονιά, νόμιμα αραχτός σ’ εκείνο το φιλόξενο coffee shop…μετράει πολύ.
Πως πέρασαν οκτώ μέρες εκεί… Πως πέρασαν τέσσερις μήνες από τότε που πήρα την απόφαση να έρθω... Σα χτες ήταν που έπινα τη φράπα μου απέναντι από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Τότε ήταν που χτύπησε το κινητό μου με εκείνο το τραγουδάκι των Goin’ Through που επέλεξα για ήχο κλήσης στις εταιρείες collection. ‘Με μένα ασχολείσαι…’.. Ήθελαν να με ενημερώσουν…και καλά. Οι κάρτες και τα καταναλωτικά μου ήταν στα ‘κόκκινα’ και η τράπεζα θα αναγκαζόταν σύντομα να κινηθεί κατά της περιουσίας μου...της αγάπης μου. Της Triumph Daytona του ’71, αγορασμένης σαράβαλο πριν δεκαπέντε χρόνια και σήμερα στολίδι. Δεν είχα άλλη περιουσία, ευτυχώς. Ούτε άλλες υποχρεώσεις. Η Σύλβια άντεξε ένα μήνα μαζί μου αφού απολύθηκα. Δε χαλάστηκα που με παράτησε. Μπορεί και να το ήθελα κατά βάθος. Ούτε αυτήν κατάφερα ν’ αγαπήσω. Χωρίς το φουσκωμένο πορτοφόλι του στελέχους πολυεθνικής τηλεπικοινωνίας, περίσσευε μια αρρενωπή φιγούρα τριάντα εφτά χρονών γεμάτη ιδιοτροπίες, ακριβά βίτσια και μπόλικα χρέη.
Τέτοια σκεφτόμουν όσο κατέβαζα το υγρό κεχριμπάρι στη malt μορφή του στο μπαρ δυο κανάλια κι ένα στενό πιο πέρα. Επιμένων ελληνικά σου λένε…ε, όχι πάντα. Στο κάτω-κάτω, η χώρα που με τάισε για τόσα χρόνια είναι η ίδια που με χώρισε από τη δίτροχη αγάπη μου. Μόνο έτσι θα χωρίζαμε. Να αφήσω να μου την κατασχέσουν για πέντε φράγκα; Ευτυχώς, ο αγοραστής φαινόταν λάτρης των μηχανών και θα πρόσεχε το κορίτσι μου. Ο πλειστηριασμός ήταν ζαριά για την τύχη της και τα ζάρια ποτέ δε μου ‘κατσαν.
Το ταξίδι μου πλησίαζε στο τέλος. Αντίο, Ολλανδία. Αντίο, ζωή. Το είχα πάρει απόφαση σε μια στιγμή. Με πικρό φραπέ απέναντι από το λιμάνι και πάλι. Καλοκαίρι ήτανε. Τώρα κόντευαν Χριστούγεννα. Έτσι έπαιρνα πάντα τις αποφάσεις, σφεντόνα, και δεν κοίταζα πίσω. Ποτέ μου δεν ένιωσα γέρος . Θεωρούσα κλισαρισμένη αηδία αυτή την ατάκα. Απλά σιχάθηκα τα πάντα. Και λάθος να ‘κανα, δε μ’ ένοιαζε.
Το μόνο που δεν είχα σκεφτεί ακόμα ήταν ο τρόπος που θα έδινα το οριστικό τέλος. Μου πέρασε από το μυαλό το πρότυπο του Νίκολας Κέιτζ στο Leaving Las Vegas, αλλά το απέρριψα σχετικά εύκολα. Πάντα μου άρεσαν οι βαρβάτες καταχρήσεις, όμως αυτή τη φορά ήθελα να αποφύγω τις διαλείψεις. Ήθελα να θυμάμαι κάθε στιγμή που απέμενε πριν την αυλαία. Αλκοόλ, χασίσια και πόρνες. Τις τελευταίες τις εκτιμούσα . Τίμιες εργαζόμενες που δούλευαν ,δεν σε ‘δούλευαν’. Για μένα δεν ήταν πουτάνες. Κρατούσα το χαρακτηρισμό για τις άλλες, αυτές που έψαχναν τον έναν, το χορηγό για γούστα, ασφάλεια κι ένα μέλλον για τα παιδιά τους με αντάλλαγμα την επίγεια ψυχή τους. Για την επουράνια δεν είχα διαμορφωμένη άποψη. Ο Θεός ήξερε. Μάλλον.
Έφυγα από το μπαρ στα χαμένα. Οι δρόμοι ήταν όλοι ίδιοι. Δεν ήξερα ούτε που να πάω, ούτε πως. Ήθελα να τελειώσει, μόνο αυτό. Τα κανάλια ήταν μια λύση, αλλά δεν μπορούσα να διανοηθώ την ξεφτίλα μιας αποτυχημένης απόπειρας εξαιτίας ενός φιλεύσπλαχνου Ολλανδού Σαμαρείτη. Το ρίσκο για ερασιτέχνες ναυαγοσώστες με οδήγησε καρφί προς την έξοδο της πόλης. Σίγουρα δεν θα ‘ταν δύσκολο να βρω ένα ποταμάκι και μια γέφυρα. Το ψυχρό ποτάμι θα ήταν ο τελευταίος μου φίλος. Είχα άλλον πραγματικό; Ίσως καμιά εικοσαριά χρόνια πίσω, τότε που ήμουν κι εγώ άνθρωπος.
Μετά από ώρες, το βρήκα. Πολύ περπάτημα , βρε αδερφέ. Είχα ξεχάσει πως ήταν η σωματική κόπωση και ένιωθα σα μια μικρή κάθαρση τις φλόγες στις πατούσες μου που θα ‘σβηναν στον παγωμένο παράδεισο δέκα μέτρα κάτω μου. Δεν κοίταζα άλλο το όμορφο επίπεδο τοπίο. Το έρημο γεφύρι ήδη μ’ έδιωχνε από πάνω του.
Αυτός ο ήχος, όμως…Ποιος μου χαλούσε την ύστατη κατάδυση; Ήχος; μπα, …μουσική ήταν. Αλλόκοσμη. Γύρισα κι είδα το όργανο , μια Triumph 1977 T140J, Silver Jubilee, συλλεκτική. Έρωτας. Καβάλα της ένας κατάμαυρος Άγγελος της Κολάσεως, γνήσιος, με τη βούλα στο δερμάτινο τζάκετ του. Κι όμως, ήμουν σίγουρος ότι δεν είχα προλάβει να πηδήξω. Δε μπορεί το μυαλό να μου ‘παιζε τέτοια σαδιστικά παιχνίδια. Άσε που κανένα Χερουβείμ, έκπτωτο ή μη, δεν σου προσφέρει μπύρα σε μητρικά γερμανικά.
Το απροσδόκητο δε μ’ έκανε να διστάσω. Πήδηξα σβέλτα στη μέσα πλευρά της γέφυρας κι απάντησα σε άψογα γερμανικά -διαχρονικά μαθητάρα σε όλα -στον Τεύτονα καβαλάρη ότι ευχαρίστως θα έπινα μια μπύρα μαζί του. Θα του ‘δινα και τα πενιχρά μου εξήντα ευρώ σαν ευχαριστώ κι επισφράγισμα ότι μετά θα μ’ άφηνε στην ησυχία μου. Ο περίπου συνομήλικος μου τα τσέπωσε, κέρασε τσιγάρο και μετά κι άλλο κι ένα ακόμα. Δε ρώτησε ποτέ γιατί και πως. Μόνο απολάμβανε σκεφτικός και μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο κάτω από το γαλατικό μουστάκι του, το οποίο ήταν ουσιαστικά και η μόνη σχεδόν οπτική διαφορά ανάμεσα σε δυο κατά τ’ άλλα όμοιους σε κοψιά και φυσιογνωμία αλλοεθνείς άντρες..
Μόλις άδειασε το πακέτο του απελπιστικά αργού θανάτου, ο Γερμανός σηκώθηκε κι άρχισε να ξεντύνεται μέχρι γύμνιας. Φίλησε το ντεπόζιτο της μηχανής του, πέταξε ένα ‘η ζωή είναι πολύ μικρή από μόνη της για να την μικραίνουμε κι άλλο. Στο επανειδείν, Ντίτερ’ και με έπιασε από τους δύο ώμους. Ακολούθησε μια γερή κουτουλιά στη μύτη μου. Ημιλιπόθυμος, τον είδα να σκαρφαλώνει και να πηδά, με μια ασύλληπτη για τη μπάκα του χάρη, μέσα στο μαύρο, σαν τη νύχτα που είχε πέσει, ρεύμα. Μου πήρε κάμποσο να συνέλθω από το χτύπημα κι από το σοκ.
Το αριστερό βαλιτσάκι της Triumph μου μίλησε. Προχωρημένος μεταστατικός καρκίνος, από τους όρχεις σε όλο το σώμα. Τίτλοι ιδιοκτησίας μηχανής και σπιτιού στο Άμστερνταμ, βιβλιάριο καταθέσεων επτά ψηφίων και κωδικοί ηλεκτρονικής τραπεζικής, δίπλωμα, ταυτότητα. Ντίτερ Χένες. Αυτός ήμουν πλέον. Πέταξα την ταυτότητα μου στο νερό, φόρεσα τη στολή του λυτρωτή μου κι αποχαιρέτισα στρατιωτικά από τη σέλα της νέας μου αγαπημένης. Έχεις δίκιο, φίλε. Παραείναι μικρή.